ἀγόρευε

ἀγόρευε
ἀ̱γόρευε , ἀγορεύω
speak in the assembly
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀγορεύω
speak in the assembly
pres imperat act 2nd sg
ἀγορεύω
speak in the assembly
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀγόρευ' — ἀ̱γόρευε , ἀγορεύω speak in the assembly imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγόρευε , ἀγορεύω speak in the assembly pres imperat act 2nd sg ἀ̱γόρευαι , ἀγορεύω speak in the assembly perf ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγόρευε , ἀγορεύω speak …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PORCUS Marinus — Graecis ὕαινα, item ὗς, Archestrato ψαμμῖτις ὀρυκτὴς, Ε᾿ν δ᾿ Αἴνῳ δέ καὶ τῷ Πόντῳ τὴν ὗν ἀγόρευε Η῞ν καλέουςί τινες θνητῶν ψαμμῖτιν ὀρυκτήν, Fessor arenarius dicitur. Cuius epitheti rationem Isidorus reddit, cum ait, Porci marini, qui vulgo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”