ἀγόρευ' — ἀ̱γόρευε , ἀγορεύω speak in the assembly imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγόρευε , ἀγορεύω speak in the assembly pres imperat act 2nd sg ἀ̱γόρευαι , ἀγορεύω speak in the assembly perf ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγόρευε , ἀγορεύω speak … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PORCUS Marinus — Graecis ὕαινα, item ὗς, Archestrato ψαμμῖτις ὀρυκτὴς, Ε᾿ν δ᾿ Αἴνῳ δέ καὶ τῷ Πόντῳ τὴν ὗν ἀγόρευε Η῞ν καλέουςί τινες θνητῶν ψαμμῖτιν ὀρυκτήν, Fessor arenarius dicitur. Cuius epitheti rationem Isidorus reddit, cum ait, Porci marini, qui vulgo… … Hofmann J. Lexicon universale
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… … Dictionary of Greek